Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καστράτος — καστρᾱτος, η, ον (Μ) (στους Βυζ.) ο εκτομίας, ο ευνούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. castratus (< castro «ευνουχίζω»)] … Dictionary of Greek